''...Άκουσε λοιπόν αφεντικό! Ο Θεός ξύπνησε ένα πρωί διαολισμένος. Τι Θεός είμαι εγώ, είπε, να μην έχω ανθρώπους να με λιβανίζουν και να με βλαστημούν, να περνάει η ώρα μου; Βαρέθηκα πια να ζω ολομόναχος σαν τον μπούφο. Φτου !
Έφτυσε στις απαλάμες του, ανασκουμπώθηκε, έβαλε τα γυαλιά του. Πήρε μια φούχτα χώμα, το 'φτυσε, το 'καμε λάσπη, το μάλαξε καλά καλά και έκαμε ένα ανθρωπάκι. Και το ' βαλε στον ήλιο. Μετά εφτά ημέρες, το ' βγαλε. Είχε ψηθεί!..."
Έφτυσε στις απαλάμες του, ανασκουμπώθηκε, έβαλε τα γυαλιά του. Πήρε μια φούχτα χώμα, το 'φτυσε, το 'καμε λάσπη, το μάλαξε καλά καλά και έκαμε ένα ανθρωπάκι. Και το ' βαλε στον ήλιο. Μετά εφτά ημέρες, το ' βγαλε. Είχε ψηθεί!..."
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τα σχόλιά σας