Οργίστηκε ο ψυχρός Νοτιάς,
βαρύς καιρός, μολύβι
σκληρός σαν πέτρα ο
ουρανός
το σύννεφο ακουμπά στη γη
και την ψυχή του πνίγει
Λυσσά η βροχή και τον
πονά
χαλάζι τον παγώνει
εννιά και είναι σκοτεινά
μέσα στη μέρα, νύχτα
κι αστράφτει πάνω στα βουνά
Ορθός στην πρύμνη,
άσκυφτος
σφιχτά τη
λαγουδέρα,
το πόδι του στην κουπαστή
δεν έχει ανάγκη να πιαστεί
-φουρτούνα κάμε πέρα
Γοργά φουσκώνουν τα
νερά
τους άμαθους τρομάζουν
Το κύμα δέρνει
τα σκαριά,
οι άγκυρες ξεσέρνουνε
κόβονται οι κάβοι, σπάζουν
Κι εκείνον, πού ‘ναι
μοναχός
κι η μοναξιά τ’ αρέσει…
Πού ‘χει τη μπόρα
συντροφιά
παρέα την αντάρα…
…άραγε τι τον τάραξε;
Τη θάλασσα δε
σκιάχτηκε
το βάλτο δεν φοβάται
Στου κεραυνού το
χτύπημα,
στης αστραπής το βρόντο
ποτέ δε λιγοψύχησε.
Στην ερημιά κοιμήθηκε
ανάμεσα σε λύκους
Οι πάχνες τον σκεπάσανε,
νύχτες που αστέρια πέφτανε
να τον πλακώσουνε θαρρείς
Θάνατο δε λογάριασε,
χρόνια τον περιπαίζει
Στοιχειά τον εκυνήγησαν
κι ανθρώπων χέρια ρίχτηκαν,
μαχαίρια, να τον σκίσουν
Οι φίλοι τονε κλαίγανε
κι αυτός τους τραγουδούσε
Έσμπρωχνε τη ζωή μπροστά,
σκληρά την καμουτσίκωνε,
να τρέξει… τον αργούσε!
Σκληρό τον επερνούσανε
κι ανέγγιχτο οι γύρω
Λουλούδια εκείνος φύτευε
και μαντινάδες σκάρωνε
που δεν τις έδειξε ποτέ
Αμούστακο σαν ήτανε
τον άρπαξε μία φωτιά
Κάηκε μα της ξέφυγε
όρθιος τον πόνο έγιανε
Κι ορκίστηκε: «ποτέ ξανά»
Τώρα τα πόδια του
λυγούν
τρέμει, βαριανασαίνει
Σαν το θεριό μέσ΄το
κλουβί
βαριοπατώντας
τριγυρνά
…άραγε τι τον τρόμαξε;
Ξάφνου, στη δύση της
ζωής
φλόγες τον τύλιξαν ξανά
Κι αυτός που δεν
φοβήθηκε
ούτε άνθρωπο ούτε Θεό
Ένα
φοβάται: τη φωτιά
Στον χαλασμό καταμεσής
και στην φουρτούνα την κακιά,
ένα μικρό κελάηδισμα
μέσα απ’ την κρύα του καρδιά
Είπε: «η αγάπη έρχεται»…
…κι είχα ορκιστεί: ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ
1 σχόλια:
Είναι απλά υπέροχο....όταν φτάσω τις 100 φορές ανάγνωσης ίσως τολμήσω να κάνω ανάλυση γιατι για κριτική δεν τίθεται λόγος..
Για άλλη μια φορά χαίρομαιπου είσαι φίλος μου Γιώργη!
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τα σχόλιά σας