Τις τελευταίες πεταλούδες εσταύρωσαν οι άνθρωποι του σιδηρούν γένους. Τα αιθέρια φτερά τους σε τσιμεντένιες πλάκες εκάρφωσαν. Με το πέρασμα των χρόνων απόμεινε το χνούδι τους στ'ασβεστωμένα χαλάσματα αλλά άνεμος αγύρτης στροβιλίστηκε από τον Βορρά και τα χρώματά τους ανέσυρε σε χώματα γόνιμα.
Σε Ιερά και Νεκροπόλεις τα έριξε. Εκεί που φυτρώνουν Δρυς, Πλατάνια, Κυππαρίσια, ανάμεσα σε Ροδιές, Νερατζιές, Νυχτολούλουδα και Αγιόκλημα. Εκεί που αναπνέουν οι ελάχιστοι αλαφροϊσκιωτοι της γης απαγγέλοντας ύμνους λησμονημένων ποιητών τα δηλεινά του Απρίλη και ψάχοντας βρήσκουν τις κυλίδες του πορφυρού, του κυανού, της ώχρας, του μωβ για να τις προσφέρουν στα παιδιά, τους έφηβους και τους αιώνια ερωτευμένους. Εσταύρωσαν τις πεταλούδες,άνθρωποι δίχως θωρώ, δίχως χαμόγελο, με πλαστικοποιημένο δέρμα και οστά χωρίς μεδούλι. Το σαρκίο τους άδειο φορτείο που όσο κι αν το αρωματίζουν και με ακριβά ενδύματα το ντύνουν δεν αναδύει αρμονία και ομορφιά. Το προσωπείο τους αλαβάστρινο είναι και στη συμφορά ασημένιο δάκρυ σκιτσάρουν για δήθεν συμπόνια. Στα μάτια τους ποτέ δεν κύλησαν ποτάμια. Κούφια τα λόγια για τους, ανούσια η υπαρξή τους. ΉΛΙΟ πως να μεταλάβουν και πως τους αφήνουμε ανάμεσό μας να περιπατούν δεσπόζοντας. Πως; Απρίλη με λειψό φεγγάρι εσταύρωσαν τις πεταλούδες τούτοι οι άνθρωποι. Άφριζε και έκραύγαζε η κυανόχαρη, όλη την νύχτα θρηνούσε κι όσοι πόνεσαν έχουν ένα αγκάθι στα βελούδινα χείλη που κάθε Απρίλη δίνοντας κάποιο φιλί η πληγή ανοίγει σταλάζοντας μια σταγόνα αίμα στη γλώσσα ώστε να γευτεί και τα εσταυρωμένα φτερά να μην λησμονήσει.
Σε Ιερά και Νεκροπόλεις τα έριξε. Εκεί που φυτρώνουν Δρυς, Πλατάνια, Κυππαρίσια, ανάμεσα σε Ροδιές, Νερατζιές, Νυχτολούλουδα και Αγιόκλημα. Εκεί που αναπνέουν οι ελάχιστοι αλαφροϊσκιωτοι της γης απαγγέλοντας ύμνους λησμονημένων ποιητών τα δηλεινά του Απρίλη και ψάχοντας βρήσκουν τις κυλίδες του πορφυρού, του κυανού, της ώχρας, του μωβ για να τις προσφέρουν στα παιδιά, τους έφηβους και τους αιώνια ερωτευμένους. Εσταύρωσαν τις πεταλούδες,άνθρωποι δίχως θωρώ, δίχως χαμόγελο, με πλαστικοποιημένο δέρμα και οστά χωρίς μεδούλι. Το σαρκίο τους άδειο φορτείο που όσο κι αν το αρωματίζουν και με ακριβά ενδύματα το ντύνουν δεν αναδύει αρμονία και ομορφιά. Το προσωπείο τους αλαβάστρινο είναι και στη συμφορά ασημένιο δάκρυ σκιτσάρουν για δήθεν συμπόνια. Στα μάτια τους ποτέ δεν κύλησαν ποτάμια. Κούφια τα λόγια για τους, ανούσια η υπαρξή τους. ΉΛΙΟ πως να μεταλάβουν και πως τους αφήνουμε ανάμεσό μας να περιπατούν δεσπόζοντας. Πως; Απρίλη με λειψό φεγγάρι εσταύρωσαν τις πεταλούδες τούτοι οι άνθρωποι. Άφριζε και έκραύγαζε η κυανόχαρη, όλη την νύχτα θρηνούσε κι όσοι πόνεσαν έχουν ένα αγκάθι στα βελούδινα χείλη που κάθε Απρίλη δίνοντας κάποιο φιλί η πληγή ανοίγει σταλάζοντας μια σταγόνα αίμα στη γλώσσα ώστε να γευτεί και τα εσταυρωμένα φτερά να μην λησμονήσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τα σχόλιά σας